Grščina

uredi

ψάρι, samostalnik srednjega spola

Transkripcija:

  • psári

Pomeni:

  1. riba

Izgovorjava:

  • IPA: [ˈpsaɾi]

Besedne zveze:

ψαραγορά, ψαράς, ψαρεύω, ψαροκόκαλο, ψαρόσουπα, ψαροταβέρνα, ψαροτούφεκο

Zunanje povezave:

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „ψάρι