Grščina uredi

αέρας, samostalnik moškega spola

Transkripcija:

  • aéras

Pomeni:

  1. zrak

Izgovorjava:

  • IPA: [aˈɛɾas]

Etimologija:

iz starogrškega ἀήρ

Besedne zveze:

αεραγωγός, αερίζω, αέριο, αεροβόλο, αεροδιάδρομος, αεροδρόμιο, αεροδυναμική, αερόλυμα, αεροναυπηγική, αεροπειρατεία, αεροπλάνο, αερόπλοιο, αεροπορία, αερόσακος, αεροσκάφος, αερόστατο, αεροστεγής, αεροσυνοδός, αεροσφύρα, αεροτομή

Zunanje povezave:

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „αέρας