Grščina

uredi

ζάχαρη, samostalnik ženskega spola

Transkripcija:

  • záchari

Pomeni:

  1. sladkor

Izgovorjava:

  • IPA: [ˈzaxaɾi]

Besedne zveze:

ζαχαριέρα, ζαχαροκάλαμο, ζαχαροπλάστης, ζαχαρότευτλο

Zunanje povezave:

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „ζάχαρη