Grščina

uredi

θάνατος, samostalnik srednjega spola

Transkripcija:

  • thánatos

Pomeni:

  1. smrt

Izgovorjava:

  • IPA: [ˈθanatɔs]

Besedne zveze:

θανάσιμος, θανατηφόρος, θανατώνω, θνητός, αθάνατος

Zunanje povezave:

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „θάνατος