Grščina

uredi

πάγος, samostalnik moškega spola

Transkripcija:

  • págos

Pomeni:

  1. led

Izgovorjava:

  • IPA: [ˈpaɣɔs]

Besedne zveze:

παγόβουνο, παγοδρόμος, παγοθραυστικό, παγοκρύσταλλος, παγοπέδιλο, παγωμένος, παγώνω, παγωτό

Zunanje povezave:

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „πάγος